ἀριθμητά

ἀριθμητά
ἀριθμητά̱ , ἀριθμητής
calculator
masc nom/voc/acc dual
ἀριθμητής
calculator
masc voc sg
ἀριθμητής
calculator
masc nom sg (epic)
ἀριθμητός
that can be counted
neut nom/voc/acc pl
ἀριθμητά̱ , ἀριθμητός
that can be counted
fem nom/voc/acc dual
ἀριθμητά̱ , ἀριθμητός
that can be counted
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀριθμητάς — ἀριθμητά̱ς , ἀριθμητής calculator masc acc pl ἀριθμητά̱ς , ἀριθμητής calculator masc nom sg (epic doric aeolic) ἀριθμητά̱ς , ἀριθμητός that can be counted fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάρι — το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν) νεοελλ. μσν. αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”